- φιλεταίρειον
- φιλεταίρειοςof Philetaerus.masc acc sgφιλεταίρειοςof Philetaerus.neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλεταίρειος — ον, Α [Φιλέταιρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φιλέταιρο, ηγεμόνα τής Περγάμου και ιδρυτή τής δυναστείας τών Ατταλιδών 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ φιλεταίρειος·(ενν. μήν) ονομασία ενός μήνα στην Πέργαμο 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλεταίρειον (ενν … Dictionary of Greek